ψευδοπόδιο

ψευδοπόδιο
το, Ν
ζωολ. πρόσκαιρη ή ημιμόνιμη κυτταροπλασματική προεκβολή σε ορισμένα πρωτόζωα, που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση και τη θρέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + πους, ποδός + επίθημα -ιον. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. pseudopodium και μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφάγνο — Το μοναδικό γένος της οικογένειας των Σφαγνιδών (βρυόφυτα), του οποίου πολυάριθμα είδη και περί τις 500 ποικιλίες φυτρώνουν συνήθως εκεί όπου επικρατούν συνθήκες κορεσμού του ατμοσφαιρικού αέρα με υγρασία (υγροί τόποι, νερά, που λιμνάζουν, εδάφη… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοποδιακός — ή, ό, Ν [ψευδοπόδιο] φρ. «ψευδοποδιακή κίνηση» βιολ. η κίνηση ορισμένων κυττάρων ή οργανισμών που μοιάζει με την κίνηση τής αμοιβάδας, αλλ. αμοιβαδοειδής κίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”